ἔνδικον

ἔνδικον
ἔνδικος
according to right
masc acc sg
ἔνδικος
according to right
neut nom/voc/acc sg
ἔνδικος
according to right
masc/fem acc sg
ἔνδικος
according to right
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • 'νδικον — ἔνδικον , ἔνδικος according to right masc acc sg ἔνδικον , ἔνδικος according to right neut nom/voc/acc sg ἔνδικον , ἔνδικος according to right masc/fem acc sg ἔνδικον , ἔνδικος according to right neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοὔνδικον — ἔνδικον , ἔνδικος according to right masc acc sg ἔνδικον , ἔνδικος according to right neut nom/voc/acc sg ἔνδικον , ἔνδικος according to right masc/fem acc sg ἔνδικον , ἔνδικος according to right neut nom/voc/acc sg ὄνδικον , ὄνδικος tried over… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ένδικος — η, ον (AM ἔνδικος, ον) αυτός που γίνεται σύμφωνα με το δίκαιο, νόμιμος («ένδικα μέσα», «χάριν ἔνδικον», Πίνδ.) αρχ. μσν. (για πρόσ.) δίκαιος («τὶς γὰρ δεδοικὼς μηδὲν ἔνδικος βροτῶν», Αισχ.) αρχ. 1. (για πόλη, δήμο) αυτός στον οποίο απονέμεται η… …   Dictionary of Greek

  • μισθαποδοσία — μισθαποδοσία, ἡ (ΑΜ) [μισθαποδότης] 1. καταβολή μισθού, αμοιβή 2. ανταμοιβή, ανταπόδοση μσν. θεϊκή ανταμοιβή στη μέλλουσα ζωή αρχ. ποινή, τιμωρία («πᾶσα παράβασις καὶ παρακοή ἔλαβεν ἔνδικον μισθαποδοσίαν», ΚΔ) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”